ΣΑΜΑΡΤΖΙΔΟΥ ΣΥΛΒΑΝΑ / SAMARTZIDOU SYLVANA


Γεννήθηκε στην Σωσάνδρα του νομού Πέλλας. Απόφοιτη της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Απόφοιτη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου παρακολούθησε το Δ’ εργαστήριο ζωγραφικής, με καθηγητές τον Ιωάννη Βαλαβανίδη, Πάνο Χαραλάμπους και τον Μιχάλη Μανουσάκη. Επίσης, παρακολούθησε το εργαστήριο φωτογραφίας του Μανώλη Μπαμπούση. Μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Σχόλια: "Η σπαργή της φύσης"
Οι παλαιότεροι ζωγράφοι υποστήριζαν πώς οι γνώσεις, η εμπειρία και η δεξιότητα του καλλιτέχνη στο σχέδιο, ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για τον έλεγχο και την διαπραγμάτευση των τόνων του χρώματος στο αποτέλεσμα. Λιγότερο ίσχυε το αντίθετο, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που και αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, πιστοποιούσε την αλήθεια του. Μια αλήθεια που άντεξε στον χρόνο και ακόμα αποδεικνύει τις δυνατότητες ευχερέστερης δομοσύστασης, καθώς ο δημιουργός του εικαστικού έργου, μέσα από τον ασφαλή, στέρεο σχεδιασμό και το αισθαντικό χρώμα μπορεί να χειρίζεται με άνεση και να αποδίδει εκφραστικά τις ποικίλες ποιότητες και την νοηματοδοσία του χώρου και του φωτός.
Η Συλβάνα Σαμαρτζίδου στα δικά της ζωγραφικά έργα, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, εντυπωσιάζει τον θεατή, (από τον πλέον ειδήμονα, έως τον φιλότεχνο με τις λιγότερες απαιτήσεις), καταρχάς λόγω του εξαιρετικού της σχεδίου. Μέσα από το σχέδιο των θεμάτων της, μεταδίδει όχι μόνο την ευκρίνεια, την χρωματική αμεσότητα, την διαφάνεια και τους βαθμούς ανακλαστικότητας του φωτός, αλλά ταυτοχρόνως υποβάλλει την κάθε ογκοπλαστική της μορφογένεση ως συνάρτηση του χώρου. Ενός χώρου πολυδύναμου που αποκαλύπτει, περιθάλπει και οριακά ισορροπεί τις μορφές της, οι εμπνεύσεις των οποίων προέρχονται από την φύση.
Η πολύχρονη, ευαισθητοποιημένη και οξύτατη παρατηρητικότητα της Συλβάνας Σαμαρτζίδου, γύρω από όψεις, φαινόμενα και καταστατικές συνθήκες της φύσης, όπως η ίδια τις βιώνει ή τις ανακρατεί στην μνήμη της και τις μεταπλάθει, (μέσα από την ρεαλιστική γλώσσα της γραφής της), διαμορφώνουν κάθε φορά ένα υποβλητικό εικαστικό σύνολο. Πίσω από τα θέματά της που αφορούν παραθαλάσσια τοπία, βότσαλα, ξύλα της θάλασσας, αποσυρμένα από την αλμύρα του πελάγους σκαριά, αλλά και φυλλώματα, κορμούς δέντρων, φρούτα και διαφόρων ειδών καρπούς, η ζωγράφος μεταφέρει την ατμόσφαιρα του ψευδαισθητικού ρεαλισμού συνδυασμένου με μια υφέρπουσα μεταφυσική διάθεση.
Ο Ρίλκε στα Ημερολόγια του, ο Βελάσκεθ στις σημειώσεις που κρατούσε και ο Λουσιέν Φρόυντ στα σύντομα και περιεκτικά του κατάλοιπα, όπως εκείνος τα άφησε στα λιγοστά τετράδια του, συγκλίνουν στην άποψη πως η μεταφυσική αίσθηση πραγμάτων και καταστάσεων μπορεί να ανακύψει από τους τρόπους που θα μετουσιώσει ο καλλιτέχνης τις ιδιαιτερότητες, τις χροιές, τις τονικότητες και το ύφος του ρεαλισμού. Ενός ρεαλισμού που δεν καθηλώνει και δεν ποδηγετεί το βλέμμα στις ακρίβειες απόδοσης της οπτικής προσλαμβάνουσας, ούτε υπακούει στην ακεραιότητα των «λέξεων» που απαρτίζουν την ολοκλήρωση μιας «φράσης», αλλά αντίθετα, τα γνωρίσματα αυτά λειτουργούν σαν ρυθμοτεχνικοί εφελκυστήρες για την απελευθέρωση της αίσθησης. Πρόκειται για μια σύνθετη αίσθηση που διαμοιράζεται την αλήθεια με την πλάνη, ανάμεσα στην οπτική και στην αφή, εκεί όπου το βλέμμα θαρρείς αγγίζει το δέρμα των πραγμάτων και εκεί όπου η εγγύτητα παρατήρησης διαπλέκεται με τις αποστάσεις.
Οι εγγύτητες και οι αποστάσεις ειδοποιούν τον θεατή και την ίδια στιγμή τον πληροφορούν για τον ρόλο της εσωτερίκευσης και της εξωστρέφειας των ορατών και των αθέατων μορφοποιητικών δυνατοτήτων του χώρου και του χρόνου, των εξομοιώσεων αλλά και των τονικών επίσης διαφοροποιήσεων, καθώς στα έργα της Συλβάνας Σαμαρτζίδου, εκείνο που καθίσταται αμέσως αντιληπτό είναι κυρίως ο διάλογος που παράγεται ανάμεσα στο στιγμιαίο και στο διαρκές, στο εφήμερο και στο μετερχόμενο. Ο διάλογος αυτός επεκτείνεται στην σπαργή και στην ζωντάνια όσων μέσα από τον χρωστήρα της εκείνη αποδίδει, αλλά και στην μνημειακότητα όσων το βλέμμα της αντικρίζει, ενώ την ίδια στιγμή διαφαίνεται να υπάρχει στο βάθος, ως υπόστρωμα, μια στέρεα δομή. Μια δομή, που πιστοποιεί τον πλήρη έλεγχο και την εικαστική κατανομή των πεδίων παρουσίας των μορφών της, οι οποίες εμφανίζονται απροκάλυπτα στο προσκήνιο της θέασης ως παράγωγα μιας θαρρείς οντογένεσης. Κι αυτό εξαρτάται από τον τολμηρό χειρισμό του λευκού χρώματος ή των υποτιθέμενων «κενών» που αφήνει σκοπίμως και μελετημένα να λειτουργούν η ζωγράφος.
Στα έργα της, το λευκό χρώμα μετατρέπεται σε φως και χώρο, σε ενδεχόμενες ισορροπίες και πιθανές ανατροπές, οι οποίες μεταμορφώνουν το γνωστό σε απροσδόκητο και το μακρινό σε οικείο «γεγονός» ή πιθανό. Πρόκειται για το «γεγονός» της όρασης που αφοπλίζει τον θεατή, μέσα από τις βεβαιότητες του ρεαλισμού που αυτό το εκφραστικό ιδίωμα του προσφέρει ως δόλωμα, προκειμένου η ζωγραφική της Συλβάνας Σαμαρτζίδου να τον οδηγήσει αδιόρατα σε μια περιστοχαστική κατάσταση γύρω από το νόημα της ίδιας της θέασης, διεγείροντας ταυτοχρόνως και με ταλέντο την δημιουργική του φαντασία.
Ο θεατής έκπληκτος και με ευφροσύνη έλκεται από τον μικρόκοσμο ή την μεγακλίμακα των έργων της Συλβάνας Σαμαρτζίδου . Γίνεται συμμέτοχος σ’ όσα βλέπει και αισθάνεται, αντιλαμβανόμενος πως ταυτοχρόνως αντικρίζει κι ένα ενδεχόμενο δικό του βλέμμα από την ζωή της καθημερινότητας ή της μνήμης του, των εποχών της φύσης ή των επιθυμιών του, με βάση τις οποίες ταυτίζεται ή αποστασιοποιείται, συμμετέχοντας ατύπως στις διεργασίες των αλλαγών ή του χρόνου, του φωτός αλλά και των σκιάσεων, της ευκρίνειας αλλά και του απροσπέλαστου που προκαλούν οι διεργασίες του υποσυνειδήτου του.
Στα έργα της συγκεκριμένης ζωγράφου, η φαινομενολογία συνδέεται με την οντολογία ως διερώτημα, καθώς το «δέρμα των πραγμάτων», με τις εξωτερικές του υποστάσεις παραπέμπει την ίδια στιγμή, τόσο στις ποικίλες ψυχικές διαθέσεις, όσο και στην ατμόσφαιρα της ενδοχώρας του καθενός μας. Αυτή άλλωστε η ενδοχώρα και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε θεατής αποκωδικοποιεί τα έργα της Συλβάνας Σαμαρτζίδου – πέρα από το πρώτο κοίταγμα τους και τις άμεσες εντυπώσεις – είναι στοιχεία που προσδίδουν την διαρκώς εμπλουτιζόμενη σημασιολογία των νοημάτων, τα οποία απορρέουν από τις δυναμικές, περιεκτικά λιτές και ελεγχόμενα λυρικές συνθέσεις της. Τα στοιχεία αυτά, όπως και τα υφολογικά επίσης γνωρίσματα των έργων της είναι εκείνα που γεννούν ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτία. Φορτία που συνεχώς ανανεώνονται, χαρίζοντας στις εικαστικές συνθέσεις της ζωγράφου, τον ευδαιμονικό τους χαρακτήρα, την νοσταλγία, την χαρά και τον κρυφό πόνο της ζωής, μα περισσότερο απ’ όλα, μέσα από τις ζωγραφικές τους ποιότητες, οικοδομούν την ίδια την αντοχή τους στον χρόνο, καθώς το εφήμερο και περιστασιακό δείχνει μνημειακά να διαστέλλεται αντιμαχόμενο την λήθη, την εξαλλοίωση και την αναπόφευκτη φθορά. Η αντίσταση στην φθορά ταυτίζεται άλλωστε με την αντίσταση του υποσυνειδήτου, που όχι μόνον δεν καταβάλλεται, αλλά αντίθετα, από το βάθος της ύπαρξης αντλεί δύναμη ελπίδας για την ζωή.

Αθηνά Σχινά
Ιστορικός και Κριτικός Τέχνης